- ἀναγόμενα
- ἀνάγωlead uppres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναγομένας — ἀναγομένᾱς , ἀνάγω lead up pres part mp fem acc pl ἀναγομένᾱς , ἀνάγω lead up pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους … Dictionary of Greek
κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
Παροιμίαι — Βιβλίο σοφίας της Παλαιάς Διαθήκης, που η παράδοση το αποδίδει, κατά ένα μέρος ή ολόκληρο, στον Σολομώντα. Περιλαμβάνει κείμενα αναγόμενα σε συγγραφείς διαφορετικών εποχών και τα οποία έχουν ενότητα μόνο κατά το περιεχόμενο (ηθικά αποφθέγματα,… … Dictionary of Greek